- Νουμάς
- Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που πρωτοεμφανίστηκε ως δισεβδομαδιαία εφημερίδα), ο Ταγκόπουλος έγραφε: «Ο Ν. έρχεται να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη τόσο στην πολιτική όσο και στην κοινωνική μας ζωή· τόσο στη φιλολογία όσο και όπου αλλού νομίσει πως του επιτρέπεται, καλεσμένος ή απροσκάλεστος, να παρουσιασθή. Είναι παλαιά ψύχωσίς του αυτή να νομίζη πως τη σύγχρονη ελληνική ψυχή την πιέζει, ως βραχνάς, κι ένα ψεύδος πολιτικόν κι ένα ψεύδος φιλολογικόν κι ένα ψεύδος θρησκευτικόν. Το ψεύδος αυτό το πολύμορφον και τυραννικόν θα το πολεμήση». Ο Ταγκόπουλος ήταν δημοτικιστής, αλλά δημοσίευσε στην αρχή και συνεργασίες στην καθαρεύουσα. Με τον καιρό όμως ο Ν. διαφοροποιήθηκε· περιόρισε τους πολλούς στόχους του και, αποκτώντας γλωσσική ομοιογένεια, έγινε το μαχητικό όργανο του ορθόδοξου, ψυχαρικού δημοτικισμού (κυρίως από το 1906). Εκεί δημοσιεύτηκαν άρθρα και έργα του Ψυχάρη, του Εφταλιώτη, του Πάλλη, του Βλαστού (με το ψευδώνυμο Έρμονας), ενώ οι συντηρητικοί συνεργάτες της πρώτης ώρας ένας ένας απομακρύνονοταν (Γ. Δροσίνης, Περικλής Γιαννόπουλος, Πέτρος Ζητουνιάτης κ.ά.). Τότε, μέσα στη γλωσσική διαμάχη, που τη φανάτιζε ο καθαρολόγος καθηγητής του πανεπιστημίου Γεώργιος Μιστριώτης, εκτοξεύτηκε κιόλας εναντίον των συντακτών του Ν. η κατηγορία πως πληρώνονταν με «ρωσικά ρούβλια». Όμως ο Ταγκόπουλος αντιμετώπισε με θάρρος και επιτυχία όλες τις αντιδράσεις και αντιξοότητες έως τον Μάιο του 191, αφού είδε στο μεταξύ με βαθιά ικανοποίηση τη δημοτική γλώσσα να αναγνωρίζεται από το κράτος και να εισάγεται στα σχολεία. Το Μάιο του 1917 ο ιδρυτής του Νουμά αναγκάστηκε για ένα διάστημα να διακόψει, μη μπορώντας τώρα να αντέξει στον πόλεμο που του έκαναν οι δικοί του, ο ομοϊδεάτες του, που - όπως έγραψε ο ίδιος - «ο καθένας τους για τα προσωπικά του μονάχα νοιαζότανε και θυσίαζε γι’ αυτά το ζήτημα το γενικό».
Αλλά το πάθος του Ταγκόπουλου δεν είχε σβήσει πραγματικά, και τον Δεκέμβριο του 1918 ο Νουμάς εγκαινίασε τη δεύτερη περίοδο. Ο ιδρυτής του έβαζε τώρα νέους στόχους: καθώς η δημοτική είχε επίσημα αναγνωριστεί και ο Γληνός, ο Δελμούζος και ο Τρανταφυλλίδης είχαν στα χέρια τους το έργο της πάρα πέρα εθνικής και επιστημονικής εμπέδωσης της, χρησιμοποιώντας πια, όπως έλεγε ο Ταγκόπουλος επιγραμματικά, τη γλώσσα ως μέσο και όχι ως σκοπό, φιλοδοξούσε να διαδραματίσει πολιτικό, κοινωνικό και ουσιαστικότερα πνευματικό ρόλο, φέρνοντας «μια καινούρια άνθηση στη σύγχρονη λογοτεχνία». Πλαισιωμένος τώρα ο Ταγκόπουλος πιο στενά από τους λογοτέχνες Ρήγα Γκόλφη και Κώστα Παρορίτη, που είχαν σαφείς σοσιαλιστικούς προσανατολισμούς, και βρισκόμενος επίσης στην ακτίνα επιρροής του Κ. Χατζόπουλου, που κι αυτός ήταν από τους πρώτους μυημένους στα νέα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης, έδωσε στο περιοδικό προοδευτικότερο κοινωνικό και ιδεολογικό προσανατολισμό. Αυτό κράτησε γενικά ως το 1922. Από το 1923 ο Δημήτριος Ταγκόπουλος παρέδωσε τη διεύθυνση του Νουμά στον γιο του Πάνο (από τους νέους λογοτέχνες της εποχής), ο οποίος συνέχισε την έκδοση (όχι πάντα τακτικά) ως τον θάνατό του (1931). Στο διάστημα αυτό το περιοδικό άλλαξε μορφή (πήρε το σχήμα βιβλίου) και προσανατολισμό: έγινε αποκλειστικά λογοτεχνική (μηνιαία) επιθεώρηση, απέχοντας από τις μεγάλες γλωσσικές και ιδεολογικές συγκρούσεις, στις οποίες χρωστάει τη φήμη του.
Το περιοδικό «Νουμάς».
Dictionary of Greek. 2013.